Αγαπητοί αναγνώστες, είπα να το γυρίσω λίγο στον πολιτισμό. Και είστε παρόντες σήμερα στην μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα, καλά της χρονιάς! Θα είστε μάρτυρες στην αλλαγή πλεύσης του φιλολογικού κινήματος. Εδώ έχουμε να κάνουμε με διαμάντι... Όλοι οι Ιστορικοί και Φιλόλογοι θα νιώσουν την γη κάτω από τα πόδια τους να κουνιέται!
Πρόκειται για το χειρόγραφο Ithakiniensis Grecus 748 που μέχρι σήμερα θεωρείτο μη-σωζόμενο. Υπάρχει μια μόνο αναφορά σε αυτό το χειρόγραφο, σε χειρόγραφο του Προκοπίου. Το απόσπασμα που μετέγραψα για σας και μόνο είναι η μαρτυρία μιας πολύ κοντινής φίλης της Θεοδώρας! Αυτήν που υποκρίθηκε η Ντενίση αμόρφωτε!!! Την γυναίκα του Ιουστινιανού! Το περίεργο με το χειρόγραφο αυτό, το οποίο χρονολογείται γύρω στα 517 μΧ. είναι η γλώσσα: πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο με τόσο απλή γλώσσα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι δύσκολο. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε... (Το μετέγραψα σε μονοτονικό για δική σας ευκολία)
Ήτο αν θυμάμαι καλώς, άνοιξις, τα δέντρα επιμηκύνονταν μέχρι νεφών ανυψούσαντα και ήτο η εποχίς ήτις ημείς περιοδεύαμεν με τον θίασον εις τα περίχωρα της Ρομανίας. Τις δεν ήξερεν τι ώρα ήτο, γαρ το ηλιακόν ορολόγιν δεν δούλευεν, γαρ ήλιον ου έχει διόλου! Αμέσως αποκρίθηκα και είπον εις τον αφέντην βγώ εγώ πρώτη μετά του νούμερου μου να καταπλήξω το κοινόν. “Ουχί” ανταποκρίθηκεν “βούλομαι Θεοδώραν βγειν και χορέψειν”. Ανάθεμα ο κόπρος ο αφέντης, ως τάχιστα απήντησεν την Θεοδώραν. Μεν συντοπίτες ήμεν μετά της Θεοδώρας, αμφότεροι εξ' Αμμοχώστου καταγόμενοι, ενάντιοι δε, γαρ αύτη τσιλιμπιρδόνα ήτον και έκλεβον τους άνδρες μου!
Τις έδραμον δια να ειπεί της Θεοδώρας τον ολίγον χρόνον ον έχει δια να παρασκευάσει τα ενδύματα της και να άρχει του χορού. Εγώ εθαίρμενον την ψυχήν μου και ηρυθρίασα ευθέως. Ότε ήλθε ο αφέντης και είπον του τον λόγον δια τον οποίον εγιγνόμην ως σκατά. Ούτος τόλμησεν ειπείν μου ότι η Θεοδώρα ήτο κάλλια εμού και λεπτοτέρα. “Έρρε εις ανάθεμαν” απήντησα “ως μην αισχύνεσαι βρώμικε σκώληκα, τις ει σύ, λέγον εμού ως εγώ ου κάλλια ειμί!” Ίνα προλάβει τινά αντίδρασιν μου είπον: “Ουχί, ήδυ μου, συ ομορφοτάτη ει, αλλά Θεοδώρα εστί μάλλον εμπορικοτάτη, εξ' άλλου... το βέλτιστον πράμαν αργεί να έλθει”. “Ορώ σε να λείχεις με αλλά ουχί, δεν σε συγχωρέω δια τι έπραξες!”
Επεί Θεοδώρα εισέρχετο στην σκηνήν και ορούσα με κλαίουσα ήλθον και ρώτηξε “Έχεις τι;” ου απάντησα και έπαυσα κλαίειν. Είπεν “Δει βγειν στην σκηνή δια το νούμερον μου, οπόταν τελειώσω, συζητήσωμεν”
Ήξερον ότι η Θεοδώρα ήτο μεγάλη τσούλα και ότι προπαρασκευάζεται δια να φύγει και να πάει μετά του Εκήβολου* στην Κυρήνη αλλά δεν είπον κάτι. Λίγην ώραν μετά, ήδη Θεοδώρα κουρασμένη εισήλθον στην σκηνή δια να φορέσει άλλον ένδυμαν διότι ήτο λιγουλάκι ψύχρα και ήτο η ώρα δια τον εμού χορόν και ήμουν πανέτοιμη δια να βγω εκ της σκηνής και να χορέψω ωσάν Βάκχη -ορώντες πολύς καιρόν εκ της εσχάτης φορά που συνεβρέθηκα με ανήρ ουυυυυυυυυυυυυ- και εβάκευσα ολίγον. Και ιδού, εγώ χόρευον και οι άνδρες παρηκολουθούσαν προσεκτικώς. Ο οφθαλμός μου έπεσεν σε εν χιτώνα, οίος ωγκώθην ραγδαίως, τότε έρρεψα και είδον τον Ιωάννην* να με κοιτά και να λείχει τα χείλη του.
Ότε τέλευσα τον χορόν μου, ου ήλθον στην σκηνήν αλλά εσκαρδάμυξα τους οφθαλμούς μου εις τον Ιωάννην να με βρει πίσω της σκηνής για να πράξω ον γινγώσκω βέλτιστα. Ως τάχιστα Ιωάννης ήλθον και είδον τον ογκομένον του χιτώνα, και μέχρι να βγάλει την χλαμύδαν εγώ ήδη ήρχισα την εργασίαν μου. Ο Ιωάννης μου άλλαττε τα φώτα, συχνά πυκνά, ήτο ένας βέλτιστος πελάτης, ήξευρεν φυσικώς ότι ημίν εταίρα, μόνο δια εμού έπραττεν έργον. Με εσκέπασε και εγώ σκεπτόμουν τον ουρανόν, τότε είπον: “Δει στελείς” εγώ μόνον εστέναξα. “Ήρεσε σου;” τότε έκλινον την κεφαλήν μου και εστέναξα δις. Ο Ιωάννης τότε ήπλωσε την χείραν του και είπον “Ποθώ εσέ” και ήρχισεν να ησελγαίνει και είπον “Ιωάννη, ασχάλλεις με, ατακτείς!” και Ιωάννης ευθέως βάθυνε την χείρα του και άρπαξεν το μπούτι μου, ε καλώς, εβουλόμην αναβιβώ τον φαλλόν του δια δεύτερον γύρον.
Τότε την ώραν ην γεγωνώ ηχηρά Θεοδώρα ήλθον να ιδεί αν τις θηρά τινά. Και είδον εμέ ξαπλωμένην επί τάπητος να γεγωνώ και τον Ιωάννην να γαυριά και να λέει “Ειπέ μοι, τίς ει ο πατήρ σοι;” και αμέσως Θεοδώρα ήρχισεν γελάν, τότε έγρυξα και είπον αυτής “γυμνάζω τον ανήρ, τελεύτα και φύγε”. Ο Ιωάννης συνέχισεν πράττειν έργον του, η Θεοδώρα δε μην ήθελον να φύγει. “Μαρή τελεύτα και φύγε! Εθέλεις να φωνάξω τον Εκήβολο; Εθέλεις να φύγεις δια την Κυρήνην μια ώρα νωρίτερα;”
Αύτην νύχταν ες' αεί θυμήσας, ουχί γαρ εγώ μεν και Ιωάννης δε διήτριβον καλώς μετά σέχτου (το σεξ, του σέχτους, ου μη πράττεις ως ου ξέρεις)...
Έτη, έτη πολλά μετά, έμαθον ότι η Θεοδώρα πήγεν εις την Κυρήνην, αλλά ο Εκήβολος ήτο τελικώς μαλάκιος και έστειλεν την Θεοδώραν πίσω, τότε έμαθον πως ο Ιουνστινιανός την έχρισεν Πατρικίαν αλλά ο θείος του απηγόρευσεν τον γάμον αυτών. Λίγο αργότερα πήρα εις τας χείρας μου μιαν περγαμηνήν με χρυσούς διάκοσμους και ερυθρά μελάνην και εδιάβασα “Σας καλούμε στον γάμον μας οίος γίνει εις τριάκοντα ημέραις”
Βρε την συνάδελφον και συνεταίραν Θεοδώραν, ήβρε άνηρ 20 έτη μεγαλύτερον δια να γαμηθεί και καλώς έκανεν... Ήτο 6032 έτος από κτήσεως κόσμου*. Έτη μετά ήκουσα την “Στάσην του Νίκα” και διερωτήθην δια τίνα λόγο δεν ήξερα την στάσην, ήθελον πάντα έσομαι βελτίστη της Θεοδώρας...
Η Θεοδώρα, στην μέση, παραδίδει τις στάχτες του χειρογράφου αυτού
* Εκήβολος ήταν Σύρος αυτοκρατορικός αξιωματούχος
* Πιθανότατα πρόκειται για τον ιστοριογράφο Ιωάννη Εφέσιο
* Το έτος 524, ήταν το έτος γάμου του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας
* Πιθανότατα πρόκειται για τον ιστοριογράφο Ιωάννη Εφέσιο
* Το έτος 524, ήταν το έτος γάμου του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας
3 σχόλια:
Ένα έχω να πω και θα σωπάσω! Απαιτώ άμεσα αντικατάσταση φωτό από την κάτωθι...
http://www.ianos.gr/index.asp?park=bk_item&key=0040911
Αγόρι μου... Μόνο εσύ με καταλαβαίνεις :p
Δημοσίευση σχολίου